- ξυλοδωνίη
- ξῠλο-δωνίη (leg. -δομίη) · τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλοδωνίη — και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ] … Dictionary of Greek